- αριβίστας
- arriviste
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αριβίστας — αριβίστας, ο και αριβιστής, ο θηλ. αριβίστρια τυχοδιώχτης: Ξέρεις τι αριβίστας είναι αυτός; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
καριερίστας — ο αυτός που επιδιώκει να ανέλθει επαγγελματικά με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, αριβίστας … Dictionary of Greek
τυχοδιώκτης — και τυχοδιώχτης, θηλ. τυχοδιώκτρια και τυχοδιώχτρια, και λόγιος τ. τυχοδιώκτις, ιδος, Ν 1. αυτός που επιζητεί την επιτυχία και, ιδίως, τον πλούτο με κάθε μέσο, χωρίς ηθικές δεσμεύσεις 2. αριβίστας 3. απατεώνας, παλιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη +… … Dictionary of Greek
Ντάγκερμαν, Στιγκ — (Stig Dagerman, Αλβκάρλεμπι 1923 – Ενέμπιμπεργκ 1954). Σουηδός συγγραφέας. Από εργατική οικογένεια, ο Ν. σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, όπου από το 1941 συνεργάστηκε στη συνδικαλιστική εφημερίδα Arbetaren (Ο Εργαζόμενος). Εκπρόσωπος… … Dictionary of Greek